- συνακτικός
- -ή, -όν, ΜΑ [συνάγω]αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να συνάγει, να συγκεντρώνει («ἐναντίων καὶ οὐχ ὁμοίων συνακτικὰ καὶ ἑνωτικὰ ταῡτα», Θεολ. Αριθμ.)μσν.(για άμφια) κατάλληλος να φορεθεί σε σύναξη, στην τέλεση τής Θείας Ευχαριστίαςαρχ.1. (για φάρμακα) στυπτικός2. (φιλοσ.) αυτός που οδηγεί σε συμπέρασμα («τῶν δὲ λόγων οἱ μὲν εἰσι συνακτικοί, οἱ δὲ ἀσύνακτοι», Σέξτ. Εμπ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνακτικόν(ρητ.) η ικανότητα να επισωρεύει κανείς πειστικά επιχειρήματα.επίρρ...συνακτικῶς Ακατά συναγωγή, συμπερασματικά.
Dictionary of Greek. 2013.